- φθηνός
- -ή, -ό, Νβλ. φτηνός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φθηνός — ή, ό βλ. φτηνός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευτελής — ές (ΑΜ εὐτελής, ές) 1. αυτός που έχει χαμηλή τιμή, φθηνός, προσιτός, οικονομικός, ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος 2. (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) ανάξιος λόγου, αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας, ο μειονεκτικός, ο… … Dictionary of Greek
πάμφθηνος — η, ο πάρα πολύ φθηνός. επίρρ... πάμφθηνα πάρα πολύ φθηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φθηνός. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… … Dictionary of Greek
ευαγόραστος — εὐαγόραστος, ον (Α) αυτός που αγοράζεται εύκολα, φθηνός, ευτελής κατά τον Ησύχ. «εὔωνον, εὔπρατον, εὐαγόραστον ἢ ὃ μὴ ἄξιον λόγου». [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αγοραστός (< αγοράζω)] … Dictionary of Greek
ευθηνός — και ευτηνός και φθηνός και φτηνός, ή, ό (ΑΜ εὐθηνός, ή, όν) φτηνός, αυτός που πουλιέται σε χαμηλή τιμή μσν. νεοελλ. ευτελής, μικρής αξίας αρχ. μσν. άφθονος, πλούσιος («εὐθηνοὶ καρποί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθηνώ*, παράλλ. τ. τού ευθενώ*] … Dictionary of Greek
ευμαρής — (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος. Χρησιμοποίησε πρώτος τη διχρωμία, ώστε να είναι εμφανής η διάκριση των ανδρικών από τα γυναικεία σώματα στη ζωγραφική. * * * εὐμαρής, ές (Α) 1. ευχερής, εύκολος (α. «ευμάρεα προλέξαις», Αλκ. β. «εὐμαρὲς… … Dictionary of Greek
ευώνητος — η, ο (Α εὐώνητος, ον) εύωνος, αυτός που αγοράζεται εύκολα, ο φθηνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + ωνητός (< ωνούμαι «αγοράζω»)] … Dictionary of Greek
εύωνος — η, ο (Α εὔωνος, ον) αυτός που αγοράζεται εύκολα, με μικρή τιμή, ευτελής, φθηνός, οικονομικός, προσιτός αρχ. (για πρόσ.) ολιγοδάπανος, αυτός που δέχεται μικρό μισθό για κάποια υπηρεσία. επίρρ... ευώνως (Α) με εύωνο τρόπο, αντί μικρής τιμής, φθηνά … Dictionary of Greek
λυσιτελής — ες (Α λυσιτελής, ές) ωφέλιμος, επωφελής, χρήσιμος (α. «λυσιτελής επιχείρηση» β. «οὐδέποτ ἄρα... λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που πληρώνει τις τρέχουσες δαπάνες 2. (σπαν. για πρόσ.) ενεργητικός 3. φθηνός 4. (το ουδ.… … Dictionary of Greek